Σελίδες

10.07.2016

Οι έξι κύκνοι

ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ που κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος, τόσο παθιασμένα κι ανυπόμονα, που κανένας από τους αυλικούς του δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Όταν έφτασε το βράδυ, στάθηκε και κοίταξε τριγύρω και κατάλαβε πως είχε χαθεί. Προσπάθησε να βρει το δρόμο, αλλά μάταια. Τότε, είδε μια γερόντισσα με τρεμάμενο κεφάλι να έρχεται προς το μέρος του· ήταν όμως μια μάγισσα.
« Καλή γυναίκα,» της είπε, «μπορείς να μου δείξεις το δρόμο να βγω από το δάσος;»
« Ω, βέβαια, Κύριε Βασιλιά,» απάντησε εκείνη, «Μπορώ να σου δείξω, όμως με έναν όρο, που αν δεν τον εκπληρώσεις δεν θα μπορέσεις να βγεις ποτέ από το δάσος και θα πεθάνεις από την πείνα.»
« Ποιος είναι ο όρος;» ρώτησε ο Βασιλιάς.
« Έχω μια κόρη,» είπε η γερόντισσα, «που είναι όμορφη όσο καμιά άλλη στον κόσμο, και είναι κατάλληλη για να γίνει γυναίκα σου. Αν την κάνεις βασίλισσά σου, θα σου δείξω το δρόμο να βγεις από το δάσος.»

Ο Βασιλιάς μέσα στην αγωνία του, συμφώνησε, κι η γερόντισσα τον οδήγησε στο σπιτάκι της, εκεί όπου καθόταν η κόρη της πλάι στη φωτιά.
Εκείνη δέχτηκε τον Βασιλιά σα να τον περίμενε, κι αυτός είδε πως ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφη, όμως δεν τον ευχαριστούσε η ομορφιά της αλλά κρυφά μέσα στην καρδιά του φοβόταν σαν την κοιτούσε. Μόλις έβαλε την κόρη πάνω στο άλογό του, η γερόντισσα του έδειξε το δρόμο κι ο Βασιλιάς έφτασε στο παλάτι του, όπου κι έγινε ο γάμος.
Ο Βασιλιάς είχε ήδη παντρευτεί μια φορά, κι από την πρώτη του γυναίκα είχε επτά παιδιά· έξι αγόρια και μια κόρη, που τα αγαπούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε στον κόσμο. Φοβήθηκε όμως μήπως η μητριά τους δεν τους φερθεί καλά και τους κάνει κακό, γι’ αυτό τα έστειλε να ζήσουν σ’ ένα μοναχικό κάστρο στα βάθη του δάσους. Ήταν τόσο κρυμμένο αυτό το κάστρο, και τόσο δύσκολο να βρει κανείς τον δρόμο για να φτάσει εκεί, που ούτε κι ο ίδιος ο Βασιλιάς δεν θα μπορούσε να τον βρει, αν μια σοφή γυναίκα δεν του ‘χε δώσει ένα τυλιγμένο νήμα που είχε μια θαυμαστή ιδιότητα: σαν το έριχνε μπροστά του, αυτό ξετυλίγονταν μόνο του και του έδειχνε το δρόμο.
Ο Βασιλιάς πήγαινε τώρα τόσο συχνά να επισκεφτεί τα αγαπημένα του παιδιά, που η Βασίλισσα ενοχλήθηκε πολύ από την απουσία του. Την έπιασε μεγάλη περιέργεια να μάθει τι έκανε ολομόναχος στο δάσος. Έδωσε τότε στους υπηρέτες του αρκετά χρήματα, κι αυτοί της πρόδωσαν το μυστικό του Βασιλιά, και της είπαν ακόμα και για το νήμα που έδειχνε μόνο του το δρόμο. Εκείνη δεν μπόρεσε να βρει ησυχία ώσπου να μάθει που φύλαγε ο Βασιλιάς το νήμα, και τότε, κάθισε κι έφτιαξε μερικά μικρά λευκά πουκάμισα όπως είχε μάθει από την μητέρα της τη μάγισσα, ράβοντας κι από ένα ξόρκι σε κάθε ένα απ’ αυτά.
Όταν ο Βασιλιάς έφυγε καβάλα στο άλογό του, η Βασίλισσα πήρε τα μαγεμένα πουκάμισα και πήγε στο δάσος, και το νήμα της έδειξε το δρόμο, Τα παιδιά, σαν είδαν κάποιον να πλησιάζει από μακριά, νόμιζαν πως ήταν ο αγαπημένος τους πατέρας που ερχόταν να τα δει, κι έτρεξαν χαρούμενα να τον προϋπαντήσουν. Τότε η Βασίλισσα πέταξε πάνω τους τα μαγεμένα πουκάμισα, και μόλις αυτά άγγιξαν τα σώματα των παιδιών, τα μεταμόρφωσαν σε κύκνους. Οι κύκνοι πέταξαν μακριά πάνω από το δάσος κι η Βασίλισσα γύρισε στο παλάτι ικανοποιημένη, σίγουρη πως είχε ξεφορτωθεί τα θετά της παιδιά. Το κορίτσι όμως, δεν είχε τρέξει μαζί με τ’ αδέρφια της να προϋπαντήσει τον πατέρα, έτσι η Βασίλισσα δεν έμαθε τίποτα για κείνη.
Την επόμενη μέρα ο Βασιλιάς έφτασε να επισκεφτεί τα παιδιά του, βρήκε όμως το κορίτσι μοναχό του.
« Πού είναι τα αδέρφια σου;» ρώτησε ο Βασιλιάς.
« Αλίμονο! Αγαπημένε μου πατέρα,» απάντησε το κορίτσι, «έφυγαν και μ’ άφησαν μόνη μου.» Και του είπε πως καθώς κοιτούσε απ’ το παράθυρο, είδε τα αδέρφια της να πετούν πάνω από το δάσος μεταμορφωμένα σε κύκνους, ενώ του έδειξε τα φτερά που τους έπεσαν κι εκείνη τα μάζεψε από την αυλή.
Ο Βασιλιάς θρήνησε αλλά δεν υποψιάστηκε ότι ήταν έργο της Βασίλισσας αυτή η κακή πράξη. Από φόβο μήπως και χάσει και την κόρη του, θέλησε να την πάρει μαζί του. Το κορίτσι όμως φοβόταν τη μητριά του και παρακάλεσε τον Βασιλιά να την αφήσει να μείνει ακόμα μια νύχτα στο κάστρο του δάσους.
« Το σπίτι μου δεν είναι πια εδώ,» σκέφτηκε το φτωχό κορίτσι, « Θα πάω να βρω τα αδέρφια μου.»
Έτσι, όταν έφτασε το βράδυ, έφυγε μακριά μέσα στο δάσος. Έτρεξε όλη τη νύχτα κι όλη την επόμενη ημέρα, ώσπου δεν μπορούσε πια άλλο από την κούραση. Τότε είδε μια μικρή καλύβα. Πήγε μέσα και είδε ένα δωμάτιο με έξι μικρά κρεβάτια. Φοβήθηκε να ξαπλώσει πάνω τους, κι έτσι χώθηκε κάτω από ένα και ξάπλωσε στο πάτωμα για να περάσει εκεί τη νύχτα. Μόλις όμως έδυσε ο ήλιος, άκουσε έναν θόρυβο, κι είδε έξι κύκνους να μπαίνουν πετώντας από το παράθυρο. Στάθηκαν στο πάτωμα κι άρχισαν να φυσούν ο ένας τον άλλον ώσπου έβγαλαν όλα τους τα φτερά, και το περίβλημα του κύκνου έπεσε από πάνω τους σαν πουκάμισο. Τότε το κορίτσι αναγνώρισε τα αδέρφια της και σύρθηκε κάτω από το κρεβάτι ενθουσιασμένη. Τα αδέρφια χάρηκαν κι αυτά πολύ βλέποντας την μικρή τους αδερφή, όμως η χαρά τους δεν κράτησε πολύ.
« Δεν μπορείς να μείνεις εδώ,» είπαν τα έξι αδέρφια. « Αυτό είναι το κρησφύγετο ληστών, κι αν έρθουν και σε βρουν εδώ, θα σε σκοτώσουν.»
« Δεν μπορείτε να με προστατεύσετε;» ρώτησε το κορίτσι.
« Όχι,» απάντησαν τα αδέρφια, «Γιατί μπορούμε να βγάλουμε το σώμα του κύκνου από πάνω μας μόνο για ένα τέταρτο της ώρας κάθε απόγευμα. Τότε μόνο παίρνουμε ξανά την ανθρώπινη μορφή μας, ύστερα όμως γινόμαστε πάλι κύκνοι.»
Τότε η αδελφούλα είπε κλαίγοντας: « Δεν υπάρχει τρόπος να ελευθερωθείτε;»
« Όχι,» είπαν, «ο τρόπος είναι πολύ δύσκολος. Δεν πρέπει να μιλήσεις ούτε να γελάσεις για έξι χρόνια, και πρέπει ακόμα, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να ράψεις έξι πουκάμισα για μας, φτιαγμένα από αστρολούλουδα. Μια και μόνη λέξη αν βγει απ’ το στόμα σου, όλη η δουλειά που έχεις κάνει θα είναι μάταιη.» Και μόλις τελείωσαν τα λόγια τους τα έξι αδέρφια, το τέταρτο της ώρας πέρασε και πέταξαν πάλι από το παράθυρο, σαν κύκνοι.
Το κορίτσι όμως ήταν αποφασισμένο να ελευθερώσει τα αδέρφια του, ακόμα κι αν κόστιζε τη ζωή της. Έφυγε από την καλύβα, πήγε στο δάσος, ανέβηκε σ’ ένα δέντρο και πέρασε εκεί τη νύχτα. Το επόμενο πρωί πήγε και μάζεψε αστρολούλουδα κι ευθύς άρχισε να ράβει. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, δεν είχε καμιά διάθεση να γελάσει, και το μόνο που την ένοιαζε ήταν η δουλειά της.
Αφού πέρασε έτσι κάμποσος καιρός, έτυχε να περνά από κει ένας Βασιλιάς κυνηγώντας στο δάσος, κι οι κυνηγοί του έφτασαν στο δέντρο που καθόταν η κοπέλα.
« Ποια είσαι εσύ;» της φώναξαν.
Εκείνη όμως δεν έδωσε καμιά απάντηση.
« Έλα κάτω,» είπαν αυτοί, «δεν θα σου κάνουμε κακό.»
Εκείνη όμως κούνησε το κεφάλι της σιωπηλά. Αυτοί συνέχισαν να την πιέζουν με ερωτήσεις, κι εκείνη τους πέταξε τότε την χρυσή αλυσίδα απ’ το λαιμό της. Δεν έφευγαν όμως, και τότε τους πέταξε το ζωνάρι της, μα ούτε κι αυτό ήταν αρκετό για να τους κάνει να φύγουν, γι’ αυτό πέταξε και τις καλτσοδέτες και το φουστάνι της. Οι κυνηγοί δεν έλεγαν να την αφήσουν ήσυχη, σκαρφάλωσαν στο δέντρο, τη σήκωσαν και την πήγαν στον Βασιλιά τους.
« Ποια είσαι;» ρώτησε ο Βασιλιάς. « Τι κάνεις πάνω στο δέντρο;» Εκείνη όμως δεν απάντησε.
Τη ρώτησε σε όλες τις γλώσσες που ήξερε, μα εκείνη έμενε άλαλη σαν ψάρι. Η ομορφιά της όμως άγγιξε την καρδιά του Βασιλιά, κι ένιωσε μεγάλη αγάπη για κείνη. Την τύλιξε με τον μανδύα του, την έβαλε μπροστά του πάνω στο άλογο και την έφερε στο κάστρο του. Εκεί έβαλε να την ντύσουν με ρούχα πλούσια κι ακριβά, κι η ομορφιά της άστραψε σαν τη λαμπερή μέρα, όμως ούτε μια λέξη δεν βγήκε από το στόμα της. Την έβαλε να καθίσει πλάι του στο τραπέζι, και οι τρόποι της και η σεμνή της συμπεριφορά τον ευχαρίστησαν τόσο που είπε:
« Αυτή την κοπέλα θα παντρευτώ, και καμιάν άλλη στον κόσμο.» Και πράγματι, την παντρεύτηκε ύστερα από λίγες μέρες.
Όμως ο Βασιλιάς είχε μια κακιά μητέρα, που δεν της άρεσε διόλου αυτός ο γάμος, κι είπε κακά πράγματα για τη νεαρή Βασίλισσα.
« Ποιος ξέρει ποιο είναι αυτό το κορίτσι;» είπε, « Δεν μπορεί να μιλήσει, και δεν είναι άξια για έναν βασιλιά.»
Ύστερα από έναν χρόνο, όταν η Βασίλισσα έκανε το πρώτο της παιδί, και η κακιά μητέρα το πήρε μακριά της. Ύστερα πήγε στον Βασιλιά και του είπε πως η Βασίλισσα το σκότωσε. Ο Βασιλιάς δεν την πίστεψε, και δεν άφησε κανέναν να βλάψει την Βασίλισσα. Εκείνη καθόταν ήσυχη, ράβοντας τα πουκάμισα και τίποτα άλλο δεν την ένοιαζε. Την επόμενη φορά που έκανε παιδί, η κακιά μητέρα του Βασιλιά έκανε το ίδιο, όμως εκείνος δεν άλλαζε το νου του και πάλι δεν την πίστεψε.
« Είναι πολύ καλή και γλυκιά για να κάνει τέτοιο πράγμα,» είπε. « Αν δεν ήταν άλαλη και μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, θα αποδεικνύονταν η αθωότητά της.»
Όταν όμως χάθηκε και το τρίτο παιδί, κι η Βασίλισσα κατηγορήθηκε ξανά χωρίς να μπορεί να πει ούτε λέξη για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ο Βασιλιάς υποχρεώθηκε να την παραδώσει στους δικαστές, που αποφάσισαν να καεί στην πυρά. Η μέρα που ήταν να εκτελεστή η καταδίκη έφτασε, κι ήταν η τελευταία μέρα των έξι χρόνων που έπρεπε να μείνει αμίλητη κι αγέλαστη, κι είχε έρθει πια η ώρα να ελευθερώσει τα αδέρφια της από τη μαγεία. Τα έξι πουκάμισα ήταν έτοιμα, εκτός από το αριστερό μανίκι του τελευταίου.
Όταν οδηγήθηκε στην πυρά, πήρε στο χέρι της τα πουκάμισα, στάθηκε στο σωρό και σαν η φωτιά ήταν έτοιμη ν’ ανάψει, κοίταξε γύρω και είδε έξι κύκνους να πετούν στον αέρα. Τότε ήξερε πια πως η απελευθέρωσή της ήταν πολύ κοντά, κι η καρδιά της αναπήδησε απ’ τη χαρά. Οι κύκνοι φτερούγισαν γύρω της και πέταξαν χαμηλά, τόσο που μπορούσε να πετάξει τα πουκάμισα πάνω τους. Μόλις τους άγγιξαν τα πουκάμισα, το φτέρωμα του κύκνου έπεσε, και τα αδέρφια της στάθηκαν μπροστά της όμορφα κι ολοζώντανα. Μονάχα το μικρότερο, είχε μια φτερούγα κύκνου αντί για το αριστερό του χέρι. Αγκαλιάστηκαν και φίλησαν ο ένας τον άλλον, κι η Βασίλισσα πήγε στον Βασιλιά, που στεκόταν έκπληκτος, κι άρχισε να του μιλά:
« Αγαπημένε μου σύζυγε, τώρα μπορώ να μιλήσω και να σου πω ανοιχτά ότι είμαι αθώα και κατηγορήθηκα άδικα.»
 Του είπε ακόμα για την απάτη της μητέρας του, και πως εκείνη πήρε τα τρία παιδιά και τα έκρυψε μακριά. Τα παιδιά ήρθαν πίσω, προς μεγάλη χαρά του Βασιλιά, κι η κακιά μητέρα βρήκε το κακό τέλος που της άξιζε.
Όμως ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα, μαζί με τα έξι αδέρφια τους έζησαν πολλά πολλά χρόνια, ευτυχισμένα και ειρηνικά.


(Ένα Γερμανικό παραμύθι που συνέλλεξαν οι Αδερφοί Γκριμ)

Μετάφραση-απόδοση Ευαγγελία Καρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου