Σελίδες

1.10.2017

Η παραβολή του τρελλοκομείου

του Βασίλη Παπαδόπουλου

ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΟΛΗ της Ευρώπης, ζούσε ένα ξεχωριστό παιδί το οποίο μεγάλωνε με έναν πολύ σκληρό πατέρα. Το κακομεταχειριζόταν, το έβριζε και το χτυπούσε, πολλές φορές χωρίς κανένα λόγο. Μεγάλωνε δύσκολα το παιδί, με πολλά απωθημένα.

Όπως ήταν φυσικό, το παιδί ήθελε να φύγει από το σπίτι του. Την χάρη, του την έκανε μια μέρα ο ίδιος ο πατέρας, όταν πάνω σε έναν καυγά, τον έδιωξε κλοτσηδόν από το σπίτι ουρλιάζοντας: 

“Nα μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ! Άχρηστε!”. 

Έτσι κι έγινε. Το παιδί έζησε μόνο του στους δρόμους περίπου δέκα χρόνια, κλέβοντας κι εξαπατώντας κόσμο στην προσπάθειά του να επιβιώσει. Έφτασε κάποτε τα δεκαοχτώ, και κατόρθωσε έως τότε να μαζέψει πολλά χρήματα από τις παρανομίες του.

Μια ημέρα, περνώντας έξω από ένα παλιό ρημαγμένο κτήριο, κοντοστάθηκε και κοίταξε κάποιους ανθρώπους που περιφέρονται σαν τις άδικες κατάρες μέσα στην αυλή. Ήταν όλοι τους σε άθλια κατάσταση, βρώμικοι, με σκισμένα ρούχα, ξυπόλυτοι και σκελετωμένοι. Ο νέος απόρησε που δεν τους είχε προσέξει ποτέ πριν, και φώναξε με απορία:

“Ε, τι κάνετε εσείς εδώ;” 

Πλησίασε τότε σιγά σιγά ένας από αυτούς και λέει: 

“Μας έχουν κλείσει εδώ γιατί είμαστε τρελοί, αλλά εμείς δεν κάναμε ποτέ κακό σε κανέναν, ενώ εσείς εκεί έξω κάνετε το αντίθετο. Ποιος είναι τελικά ο τρελός μικρέ;”

Ο νέος άναυδος, και ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια, άρχισε να κλαίει. Βλέποντάς τον ο τρελός να κλαίει ξαφνικά, του λέει:
  
“Είδες που στα έλεγα;” κι απομακρύνθηκε. 

”Έχεις δίκιο…” του φώναξε ο νέος, αλλά ο τρελός δεν γύρισε. 

Και εκείνη την στιγμή, φορτισμένος όπως ήταν ο νέος, πήρε την απόφαση.

Την επόμενη ημέρα επέστρεψε, μπήκε μέσα στο τρελοκομείο, ρώτησε που είναι ο υπεύθυνος και χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, όρμησε μέσα στο γραφείο που του έδειξαν. Εκεί αντίκρυσε έναν τετράπαχο λιγδιασμένο κύριο, ο οποίος έτρωγε από μια πιατέλα γεμάτη κρέατα. Φανερά ενοχλημένος από την ξαφνική παρουσία του νέου, που τον διέκοψε από το φαί, ρώτησε νευριασμένα: 

“Ποιός είσαι εσύ και τι ζητάς εδώ;” 

Ο νέος μπήκε κατευθείαν στο θέμα: 

“Ήρθα για να αγοράσω το τρελοκομείο σου!” 

Το μάτι του διευθυντή γυάλισε αμέσως, κι ευθύς άλλαξε, σηκώθηκε και του είπε με ύφος κολακευτικό: 

“Kάτσε. Θα σου κοστίσει πολλά μικρέ!”

“Πόσα;”

“Πολλά!"

“Πόσα δηλαδή;" 

"Πόσα έχεις;” 

“Εξακόσιες εξήντα έξι χρυσές λίρες!”

“Πόσες;”

“Εξακόσιες εξήντα έξι!”
  
“Μπράβο φίλε μου, κάνεις μια πολύ καλή επένδυση.” 

“Ωραία, θα σου δώσω τώρα τριάντα τρεις λίρες προκαταβολή, και τα υπόλοιπα, μετά την υπογραφή του συμβολαίου, εντάξει;”

“Εντάξει μικρέ!”

Όρισαν ραντεβού ύστερα από μια βδομάδα σε μια ταβέρνα, για τα συμβόλαια και την δοσοληψία. Μόλις ο διευθυντής έβαλε την υπογραφή του στο συμβόλαιο, ο νέος είπε: 

“Kάθισε πρώτα να φάμε κάτι, κι ύστερα θα πάμε στο σπίτι μου να σου δώσω τα χρωστούμενα· δεν θα μπορούσα ποτέ να κουβαλήσω τόσες λίρες πάνω μου,” και παραγγέλνει ευθύς μια τεράστια πιατέλα γεμάτη κρέατα. 

“Εντάξει,” αποκρίθηκε ο διευθυντής κι άρχισε αμέσως να καταβροχθίσει τα κρέατα, όταν άξαφνα, πιάνει το στήθος του, γουρλώνει τα μάτια και πέφτει μεμιάς κάτω. Η καρδιά του σταμάτησε και πέθανε σχεδόν αμέσως. Ο νέος τον είχε δηλητηριάσει. Είχε ρίξει, σε ανύποπτη στιγμή, δηλητήριο στο φαγητό του. Το είχε προσχεδιάσει. Δεν άντεξε, και συσσωρευμένα εκδηλώθηκαν με αυτή την πράξη όλα τα απωθημένα του. 

Την επόμενη μέρα πήγε στο τρελοκομείο κι αναφώνησε με στόμφο: 

“Εγώ είμαι από σήμερα ο νέος  διευθυντής, ιδού και το συμβόλαιο με τις υπογραφές!”

Κι αρχίζει εν ολίγοις τις αλλαγές. Ανακαίνισε τα πάντα, προσέλαβε νέο προσωπικό, έφτιαξε καινούργια μαγειρεία και φαρμακαποθήκη, όλα τα έκανε. Έντυσε τους τρελούς, τους έπλυνε, τους τάισε και τους φρόντισε με τις καλύτερες συνθήκες. Ήδη, με τις αλλαγές αυτές, οι τρελοί άρχισαν να γίνονται καλύτερα, και σε συνδυασμό και με τα βελτιωμένα φάρμακα, ακόμα καλύτερα.

Τα νέα από το τρελοκομείο κυκλοφόρησαν γρήγορα στην πόλη και η πελατεία άρχισε να αυξάνεται. Ο νέος βλέποντας ότι άρχισε να προοδεύει, αποφάσισε να κάνει πρόταση σε έναν πολύ καλό ερευνητή, που είχε ακουστά, έναν πρωτοπόρο αλχημιστή της εποχής. Τον κάλεσε στο τρελοκομείο και του είπε: 

“Αν μου βρεις το φάρμακο που κάνει τους τρελούς να φέρονται λογικά, θα σε κάνω πολύ πλούσιο, ορίστε η προκαταβολή σου,” και του έδωσε ένα πουγκί με τριάντα τρεις χρυσές λίρες. 

“Ναι αφεντικό,” του απάντησε χωρίς σκέψη ο αλχημιστής, κι άρχισε να επιδίδεται με ζήλο στην δουλειά.

Μετά από λίγο μόλις καιρό, ο αλχημιστής κάλεσε το αφεντικό του και φοβισμένα του ανακοίνωσε ότι, ύστερα από πειράματα που ήδη είχε κάνει πάνω στους τροφίμους, χωρίς να το ξέρει κανείς, κατάφερε να βρει εκείνο τον συνδυασμό ουσιών που κάνει τους τρελούς λογικούς, αλλά για μια εβδομάδα μόνο.

Ο νέος αντί να νευριάσει, ενθουσιάστηκε και του λέει αμέσως: 

“Nα χορηγηθεί σε όλους!” 

“Περίμενε,” του λέει ο αλχημιστής. “Tο φάρμακό περιέχει παραισθησιογόνες και ναρκωτικές ουσίες, ναρκώνει την τρέλα αλλά παραποιεί και την πραγματικότητα.”  

“Γιατί, ο κόσμος εκεί έξω νομίζεις πως είναι διαφορετικός;” απάντησε τότε ο νέος και έδωσε ξανά την εντολή της μαζικής χορήγησης. Κι ο αλχημιστής έγινε πολύ πλούσιος. 

Το φάρμακο άρχισε να χορηγείται με αποτελέσματα όντως εντυπωσιακά, αλλά κι αξιοπερίεργα ταυτόχρονα. Οι τρελοί έδειχναν τώρα λογικοί, και όχι μόνο. Ένας τρελός άρχισε να μιλά μεν σαν να είχε βρει τα λογικά του, αλλά ταυτόχρονα, απέκτησε και το ποιητικό χάρισμα. Σε άλλον προέκυψε η ζωγραφική, άλλου του άρεσε να κάνει συνέχεια υπολογισμούς με αριθμούς, άλλος έγινε μυθομανής, άλλος ταχυδακτυλουργός κι άλλος διαβαστερός. Σε όλους προέκυψαν διαφορετικά χαρίσματα. Μα μόλις περνούσε η επήρεια του φαρμάκου, όλοι γυρνούσαν στην προηγούμενη κατάσταση.

Οι τρελοί δεν καταλάβαιναν όμως τι τους συνέβαινε. Νόμιζαν απλά πως έγιναν τελικά καλά, χάρη στον καινούργιο διευθυντή. Είχαν όμως όλοι τους πολύ έντονη την επιθυμία για το φάρμακο, και φανερά συμπτώματα στέρησης μόλις η επήρεια περνούσε. Όλοι όμως, υπό την επήρειά του έδειχναν καλά, και κανένας δεν καταλάβαινε πως είναι τρελοί, μα άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, όπως κι οι ίδιοι.

Ο διευθυντής συνειδητοποιώντας την κατάσταση, προχώρησε ένα βήμα παραπάνω. Αποφάσισε, μέσω πολλών γνωστών που ήδη είχε στην πόλη, να βρει στους τρελούς δουλειά, ανάλογη με τα ταλέντα τους, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα γύριζαν μόνοι τους πίσω για να την δόση τους.

Έτσι, αυτός που έκανε λογαριασμούς έπιασε δουλειά στην τράπεζα, ο μυθομανής στο δημαρχείο, ο καλλιτέχνης στο θέατρο, ο διαβαστερός στα δικαστήρια, ο ταχυδακτυλουργός στο καζίνο, άλλος στο πανεπιστήμιο και ούτω καθ’ εξής. Και κάθε βδομάδα όλοι γυρνούσαν για την δόση τους. 

Πέρασε λίγος μόνο καιρός και όλοι, λόγω των ειδικών ικανοτήτων τους, άρχισαν να ανεβαίνουν στις ιεραρχίες. Και μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, ο ένας έγινε διευθυντής της τράπεζας, ο άλλος δήμαρχος, ο άλλος διευθυντής καζίνου, άλλος πανεπιστημίου, άλλος δικαστής, κτλ. 

Κι έφτασε έτσι η στιγμή που η πόλη διοικούνταν πια από τρελούς, χωρίς κανείς όμως να το γνωρίζει. Εκτός από τον διευθυντή του τρελλοκομείου. Ταυτόχρονα όμως, η πόλη άκμαζε και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών ολοένα και αναβαθμιζόταν. Ενώ, με απόλυτη πλέον μυστικότητα, όλοι οι άρχοντες της πόλης πλήρωναν όσο όσο για την δόση τους στον διευθυντή, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν έτσι τις υψηλές τους πλέον θέσεις. 

“Το πέτυχα το όνειρο μου,” σκέφτηκε τότε ο διευθυντής. Αλλά έτσι πως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα, δεν του έφτανε μόνο αυτό, ήθελε παραπάνω, τα ήθελε πλέον όλα.

Κι έτσι, μια μέρα δίνει εντολή στον τραπεζίτη να δώσει απλόχερα δάνεια στους πολίτες για να τους καταχρεώσει, και να τους πάρει ύστερα τα σπίτια, στον δήμαρχο να βάλει φόρους και να λέει στους πολίτες ό,τι ήθελαν να ακούν για να τον ξαναψηφίσουν, στον δικαστή να παίρνει αποφάσεις υπέρ του, το πανεπιστήμιο να μαθαίνει στα παιδιά ότι συνέφερε εκείνον, και πάει λέγοντας.

Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι όπως ήταν φυσικό, οι πολίτες άρχισαν να πέφτουν στην κατάθλιψη και να χρειάζονται περισσότερα φάρμακα, για τα προβλήματα που είχαν ξαφνικά προκύψει. Και έτσι, άρχισαν κι αυτοί να αναζητούν περίθαλψη στο φρενοκομείο του διευθυντή, κι όλοι τους, ένας ένας, να γίνονται τρόφιμοί του, με αποτέλεσμα, να μην τους χωρά το ένα τρελλοκομείο. Έφτιαξε τότε και δεύτερο και τρίτο. 

Έτσι ήρθε η ημέρα, που οι αληθινοί τρελοί περνούσαν έξω από το τρελοκομείο κι έβλεπαν τους λογικούς μέσα στην αυλή του, να περιφέρονται σαν τις άδικες κατάρες σε άθλια κατάσταση, βρώμικοι, με σκισμένα ρούχα, ξυπόλυτοι και σκελετωμένοι. Γιατί ο διευθυντής αυτούς δεν τους φρόντιζε πια· δεν είχε πια κανένα συμφέρον να το κάνει, αφού πλέον τα ήθελε όλα...»

Y.Γ.: Πολλοί ισχυρίζονται ότι η παραβολή εξελίσσεται έως σήμερα. Κανείς όμως πλέον με σιγουριά δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει ή να το αμφισβητήσει. Καθώς αυτοί που το ισχυρίζονται, χαρακτηρίζονται από τους λογικά σκεπτόμενους, ως τρελοί, και αυτοί που ισχυρίζονται το αντίθετο, χαρακτηρίζονται από τους τρελά σκεπτόμενους, ως λογικοί. Ποιός έχει δίκιο τελικά; 
Ελπίζουμε όσο προχωρά ο καιρός, το κατά πόσο υποθετικά είναι όλα αυτά, να αρχίσει επιτέλους να διαφαίνεται.
Αμήν, Αμήν, Αμήν

Βασίλης Παπαδόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου