9.03.2016

Το παλιό σπίτι


του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ήταν ένα παλιό, πολύ παλιό σπίτι, και πρέπει να ‘ταν περίπου τριακοσίων χρονών, αν έκρινε κανείς από την ημερομηνία που ήταν χαραγμένη στη μετόπη του μεγάλου δοκαριού. Πλάι σε τουλίπες και λυκίσκους, ήταν γραμμένοι στίχοι σε γλώσσα παλιότερου καιρού, και πάνω από κάθε παράθυρο, ένα παραμορφωμένο πρόσωπο χαραγμένο. Μεγάλο ύψος χώριζε τους ορόφους, και κάτω από τις μαρκίζες υπήρχε μια μολυβένια υδρορροή με κεφάλι δράκου· το νερό της βροχής θα ‘πρεπε να τρέχει από το στόμα του, αλλά έμοιαζε να τρέχει απ΄ την κοιλιά, μιας κι υπήρχε μια τρύπα στη υδρορροή.
Όλα τα υπόλοιπα σπίτια στο δρόμο ήταν τόσο καινούργια και καθαρά, με μεγάλα παράθυρα και λείους τοίχους, κι εύκολα διέκρινε κανείς, πως σε τίποτα δεν έμοιαζαν με το παλιό σπίτι· και σίγουρα θα σκέφτονταν:
« Πόσο καιρό θα στέκει εδώ στο δρόμο αυτό το παλιό και μαραζωμένο πράγμα, λες κι είναι αξιοθέατο;
Τα παράθυρά του προεξέχουν τόσο, που μας εμποδίζουν τη θέα! Τα σκαλοπάτια του είναι φαρδιά σα να ‘τανε παλάτι, και ψηλά σαν καμπαναριού. Τα κάγκελα μοιάζουν σαν πόρτα παλιού μαυσωλείου, κι αυτές οι μπρούντζινες διακοσμητικές μπάλες, πόσο ανόητες δείχνουν!»
Στην άλλη πλευρά του δρόμου, τα σπίτια ήταν κι αυτά καινούργια και καθαρά, και σκέφτονταν ακριβώς όπως τα υπόλοιπα. Όμως στο παράθυρο του σπιτιού, απέναντι από το παλιό σπίτι, καθόταν ένα αγοράκι με ροδαλά μάγουλα και λαμπερά μάτια που αστραποβολούσαν. Στο μικρό αγόρι άρεσε το παλιό σπίτι πιο πολύ απ’ όλα, και στη λιακάδα και στο φεγγαρόφωτο. Καθόταν και κοιτούσε τον ξεφτισμένο σοβά στους τοίχους του, κι επάνω κει, ανακάλυπτε τις πιο παράξενες φιγούρες που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Έβλεπε στρατιώτες με λόγχες και κρουνούς με τρεχούμενο νερό, σαν δράκους κι ερπετά. Πόσα είχε να δει κανείς σ’ αυτό το σπίτι!
Εκεί ζούσε ένας ηλικιωμένος άντρας, που φορούσε βελούδινα παντελόνια μέχρι το γόνατο, κι ένα παλτό με μεγάλα μπρούντζινα κουμπιά, και μια περούκα, που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει πως ήτανε περούκα. Κάθε πρωί τον επισκέπτονταν ένας άνθρωπος, που έβαζε τάξη στο σπίτι και του ‘κανε τα θελήματα· κατά τ’ άλλα, ο γέροντας με τα βελούδινα κοντοβράκια ήταν μόνος στο παλιό σπίτι. Πότε πότε πήγαινε στο παράθυρο και κοίταζε έξω, και το μικρό αγόρι του ‘γνεφε, κι ο γέροντας έγνεφε κι αυτός, κι έτσι έγιναν γνωστοί και φίλοι, αν και δεν είχαν μιλήσει ποτέ ο ένας στον άλλον –αλλά αυτό δεν είχε και τόση σημασία. Το μικρό αγόρι άκουγε τους γονείς του να λένε:
« Ο γέροντας είναι πλούσιος, αλλά είναι πολύ, πολύ μόνος!»
 Μια Κυριακή, το αγόρι τύλιξε κάτι μέσα σ’ ένα κομμάτι χαρτί, κατέβηκε και στάθηκε στην πόρτα. Όταν φάνηκε να περνά ο άντρας που έκανε τα θελήματα, το αγόρι του είπε:
« Γεια σας, κύριε! Μπορείτε να δώσετε αυτό στον γέροντα απέναντι; Έχω δύο μολυβένια στρατιωτάκια, -αυτό είναι το ένα, και θέλω να του το δώσω, γιατί ξέρω πως είναι πολύ, πολύ μόνος.»
Ο γέρος κύριος, που έκανε τα θελήματα, φάνηκε να ευχαριστήθηκε. Χαιρέτησε και πήρε το στρατιωτάκι στο παλιό σπίτι. Ύστερα, έφτασε ένα μήνυμα που ρωτούσε μήπως το μικρό αγόρι ήθελε να επισκεφθεί το παλιό σπίτι. Έτσι, πήρε την άδεια από τους γονείς του και πήγε στο παλιό σπίτι.
Οι διακοσμητικές μπρούντζινες μπάλες στα κάγκελα έλαμπαν τώρα πιο πολύ από ποτέ, λες και γυαλίστηκαν ειδικά για την περίσταση, κι οι σκαλιστοί σαλπιγκτές, -γιατί υπήρχαν σαλπιγκτές σκαλισμένοι στην πόρτα ανάμεσα σε τουλίπες-, φυσούσαν τις σάλπιγγες με όλη τους τη δύναμη, και τα μάγουλα τους έδειχναν πιο φουσκωτά από πριν. Ναι, φυσούσαν Ταράτατά! Το μικρό αγόρι έρχεται! Ταράτατά!” και τότε η πόρτα άνοιξε. 
Σ’ όλο το διάδρομο κρέμονταν πορτραίτα, που έδειχνα ιππότες με πανοπλίες, και κυρίες με μεταξωτά φορέματα· κι οι πανοπλίες κροτάλισαν και τα μεταξωτά φορέματα θρόισαν! Ύστερα απλώνονταν μια μεγάλη σκάλα που πήγαινε προς τα πάνω, και λίγο προς τα κάτω, και κάποτε έφτανε σ’ ένα μπαλκόνι αρκετά ερειπωμένο, με μεγάλες τρύπες και ρωγμές. Αλλά μέσα από τις τρύπες και τις ρωγμές φύτρωνε γρασίδι, και φυλλωσιές, κι όλο το μπαλκόνι, η αυλή και οι τοίχοι, όλα ήταν τόσο κατάφυτα κι ολοπράσινα, που έμοιαζε με κήπο; κι ήταν μονάχα ένα μπαλκόνι. Παντού υπήρχαν παλιές γλάστρες με πρόσωπα κι αυτιά γαϊδάρου, και τα λουλούδια φύτρωναν όπως τους άρεσε. Μια από τις γλάστρες κόντευε να γίνει ροζ, δηλαδή, η πρασινάδα της κόντευε να γίνει ροζ απ’ τα λουλούδια, κι έτσι όπως άνθιζε πάλι και πάλι, ακούγονταν να λέει ξεκάθαρα:
« Ο αέρας με λάτρεψε, ο ήλιος με φίλησε και μου υποσχέθηκε ένα μικρό κυριακάτικο λουλούδι! Ένα μικρό κυριακάτικο λουλούδι!»
Ύστερα, μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο, που στους τοίχους του κρέμονταν γουρουνόδερμα με χρυσά λουλούδια τυπωμένα πάνω του.
« Το χρυσάφι ξεθυμαίνει
Το γουρουνόδερμα μένει!»
έλεγαν οι τοίχοι. Εκεί υπήρχαν και κάτι πολυθρόνες όλο σκαλίσματα, με πλάτη ψηλή και χέρια κι απ’ τις δυο πλευρές.
« Κάθισε! Κάθισε!» έλεγαν « Ωχ! Πώς τρίζω· σίγουρα θα ‘χω αρθριτικά, σαν την παλιά ντουλάπα, ωχ!»
Ύστερα, το αγόρι μπήκε στο δωμάτιο με τα παράθυρα που έξεχαν στο δρόμο, κι εκεί καθόταν ο γέροντας.
« Σ’ ευχαριστώ για το μολυβένιο στρατιωτάκι, μικρέ μου φίλε!» είπε « Κι ακόμα, σ’ ευχαριστώ που ήρθες να μ’ επισκεφτείς.»
« Φχαριστίτς! Φταριστάτςή «Κριτς! Κρατς!» έλεγαν όλα τα έπιπλα, κι ήταν τόσα πολλά από δαύτα, που το ένα έμπαινε μπροστά απ’ το άλλο, για να δουν το μικρό αγόρι.
Στη μέση του τοίχου κρέμονταν ένα κάδρο, που εικόνιζε μια όμορφη γυναίκα, τόσο νέα και χαρούμενη, ντυμένη όμως με ρούχα αυστηρά, άλλης εποχής, και σκόνη στα μαλλιά της. Κι εκείνη έλεγε:
« Φχαριστίτς! Φχαριστάτςή πάλι «Κρίτς! Κρατς!» και κοιτούσε με το γαλήνιο βλέμμα της το μικρό αγόρι. Τότε εκείνο ρώτησε τον γέροντα:
« Πού την βρήκες αυτή την εικόνα;»
« Εκεί, στον έμπορο,» είπε ο γέρος, «έχει τόσα πολλά πορτραίτα κρεμασμένα. Κανένας δεν ξέρει αυτά τα πρόσωπα, ούτε νοιάζεται γι’ αυτά, γιατί είναι όλοι πεθαμένοι. Όμως εγώ την ήξερα, σε παλιούς καιρούς, μα έχει πεθάνει εδώ και πενήντα χρόνια!»
Κάτω από την εικόνα, μέσα σε μια τζαμένια θήκη, κρέμονταν ένα μπουκέτο μαραμένα λουλούδια· πρέπει να ήταν κι αυτά κάπου πενήντα ετών, γιατί έμοιαζαν πολύ παλιά!
Το εκκρεμές του μεγάλου ρολογιού πήγε πέρα δώθε, κι οι δείκτες γύρισαν, κι όλα μέσα στο δωμάτιο έγιναν ακόμα πιο παλιά· όμως κανένας δεν το πρόσεξε.
« Στο σπίτι μου λένε,» είπε το μικρό αγόρι, «πως είσαι πολύ, πολύ μόνος!»
« Ω!» είπε εκείνος. « Μα έχω ένα σωρό παλιές σκέψεις να μ’ επισκέπτονται, μαζί με ό,τι κουβαλούν μαζί τους. Και τώρα ήρθες κι εσύ! Είμαι πολύ καλά
Τότε ο γέροντας κατέβασε απ’ το ράφι ένα βιβλίο με εικόνες. Ήταν γεμάτο μεγάλες παρελάσεις και θεάματα, με τους πιο παράξενους ανθρώπους, από κείνους που δεν βλέπει κανείς στις μέρες μας. Στρατιώτες που έμοιαζαν με βαλέδες τράπουλας, και πολίτες που ανέμιζαν σημαίες: οι ράφτες είχαν τη δικιά τους σημαία, που έδειχνε ένα ψαλίδι να το κρατούν δυο λιοντάρια, κι οι παπουτσήδες τη δικιά τους, δεν έδειχνε όμως ένα ζευγάρι μπότες μα έναν αετό με δυο κεφάλια, γιατί οι παπουτσήδες πρέπει να τα έχουν όλα σε ζευγάρια! Ναι, αυτό κι αν ήταν βιβλίο με εικόνες!
Ο γέροντας πήγε τότε στο άλλο δωμάτιο, να φέρει γλυκά, μήλα και καρύδια –ναι, ήταν τόσο διασκεδαστικά εκεί, στο παλιό σπίτι.
« Δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο!» είπε τότε ο μολυβένιος στρατιώτης που καθόταν μέσα στο συρτάρι. «Είναι τόσο μοναχικά και μελαγχολικά εδώ! Όταν έχει συνηθίσει κανείς την οικογένεια, δεν μπορεί αυτή τη ζωή! Δεν μπορώ να το αντέξω άλλο! Η μέρα είναι τόσο μεγάλη, και τα βράδια ακόμα μεγαλύτερα! Εδώ δεν μοιάζει καθόλου με το δικό σου σπίτι, με τις ευχάριστες ομιλίες των γονιών σου και τον απολαυστικό θόρυβο που κάνεις εσύ και τ’ άλλα παιδιά. Όχι, πόσο μόνος είναι αυτός ο γέρος! –νομίζεις ότι υπάρχει κανείς να τον φιλήσει ή να τον κοιτάξει γλυκά, ή να φτιάξει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο; Μόνο ο τάφος υπάρχει γι’ αυτόν! Δεν μπορώ να αντέξω άλλο!»
« Δεν πρέπει να σε πιάνει τέτοια θλίψη,» είπε το μικρό αγόρι. « Εγώ βρίσκω πως είναι πολύ διασκεδαστικά εδώ, κι έπειτα, είναι κι εκείνες οι παλιές σκέψεις που τον επισκέπτονται κάθε τόσο, μαζί με ό,τι κουβαλούν μαζί τους.»
« Ναι, καλά, αλλά εγώ δεν έχω δει καμιά τους, ούτε που τις ξέρω!» είπε ο μολυβένιος στρατιώτης. «Δεν μπορώ να ταντέξω άλλο
« Όμως πρέπει!» είπε το μικρό αγόρι. Τότε, ήρθε ο γέροντας με τα πιο νόστιμα γλυκά, μήλα και καρύδια, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά και ευτυχία. Και το μικρό αγόρι δεν σκέφτηκε άλλο τον μολυβένιο στρατιώτη.
Σαν πέρασε η μέρα, το μικρό αγόρι γύρισε στο σπίτι ευτυχισμένο και ευχαριστημένο. Πέρασαν μέρες κι εβδομάδες, κι όλο έγνεφαν ο ένας στον άλλο από μακριά, το μικρό αγόρι και ο γέροντας, ώσπου πήγε ξανά στο παλιό σπίτι.
Οι σκαλιστοί σαλπιγκτές φύσηξαν, «Ταράτατά! Να, το μικρό αγόρι! Ταράταά!», τα σπαθιά κι οι πανοπλίες κροτάλισαν, τα μεταξωτά φορέματα θρόισαν, το γουρουνόδερμα μίλησε, κι οι παλιές καρέκλες γκρίνιαξαν για τ’ αρθριτικά στα πόδια και τους ρευματισμούς στην πλάτη: Ω! Ήταν ακριβώς σαν την πρώτη φορά, σα να μην πέρασε μια μέρα.
« Δεν μπορώ να το αντέξω!» είπε ο μολυβένιος στρατιώτης. « Κλαίω με μολυβένια δάκρυα! Πόση μελαγχολία! Καλύτερα στείλε με στον πόλεμο, να χάσω τα χέρια και τα πόδια μου! Αυτό θα ‘ταν τουλάχιστον μια αλλαγή. Δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο! Τώρα ξέρω τι σημαίνει να σ’ επισκέπτονται οι παλιές σκέψεις, μαζί με ό,τι κουβαλούν μαζί τους! Μ’ επισκέφτηκαν οι δικές μου, και να είσαι σίγουρος πως δεν είναι διόλου ευχάριστο στο τέλος· έτοιμος ήμουν να πηδήξω απ’ το συρτάρι! Σ’ έβλεπα εκεί απέναντι, τόσο καθαρά, σα να ήσουν εδώ. Ήταν εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, όταν όλα τα παιδιά στεκόσασταν γύρω από το τραπέζι και ψάλλατε την προσευχή, όπως κάνετε κάθε πρωί. Στεκόσασταν εκεί ευλαβικά με τα χέρια σταυρωμένα, κι ο πατέρας κι η μητέρα, το ίδιο ευσεβείς. Κι ύστερα άνοιξε η πόρτα, κι έφεραν στο δωμάτιο τη μικρούλα αδερφή σου, τη Μαίρη, που δεν είναι ακόμα δυο χρονών, και που πάντα χορεύει σαν ακούει μουσική και τραγούδια, ό,τι κι αν είναι αυτά, κι άρχισε να χορεύει, μα δεν μπορούσε να κρατήσει το ρυθμό γιατί ήταν πολύ μακρόσυρτος. Και τότε στάθηκε όρθια, πρώτα στο ένα πόδι, έσκυψε το κεφάλι μπροστά, κι ύστερα στο άλλο πόδι κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά, αλλά δεν μπόρεσε να σταθεί και με τα δυο. Την κοιτούσατε όλοι τόσο σοβαροί, αν κι ήταν πολύ δύσκολο να κρατηθεί κανείς. Εγώ όμως γέλασα πάρα πολύ, τόσο που έπεσα απ’ το τραπέζι, κι έκανα κι ένα καρούμπαλο, ακόμα το ‘χω –δεν ήταν σωστό να γελάσω. Όλα τώρα περνούν μπροστά απ’ τα μάτια του μυαλού μου, κι όλα όσα έχω ζήσει στη ζωή μου. Αυτές είναι οι παλιές σκέψεις, μαζί με ό,τι κουβαλούν μαζί τους! Πες μου, ακόμα τραγουδάς τις Κυριακές; Πες μου κάτι για τη μικρή Μαίρη! Και πώς είναι ο συμπολεμιστής μου, ο άλλος μολυβένιος στρατιώτης; Θα είναι πολύ ευτυχισμένος, αυτό είναι σίγουρο! Δεν μπορώ να τ’ αντέξω άλλο!»
« Σε έδωσα για δώρο!» είπε το μικρό αγόρι. «Πρέπει να μείνεις εδώ. Δεν μπορείς να το καταλάβεις
Ο γέροντας ήρθε αυτή τη φορά κρατώντας ένα συρτάρι, που ήταν γεμάτο ένα σωρό πράγματα, τενεκεδένια και χάρτινα κουτιά, παλιές κάρτες, τόσο μεγάλες κι επιχρυσωμένες, απ’ αυτές που δεν βλέπει κανείς στις μέρες μας. Κι ανοίχτηκαν κι άλλα συρτάρια, και το πιάνο άνοιξε, και είχε τοπία ζωγραφισμένα μέσα στο καπάκι, κι ήταν τόσο βραχνές οι νότες του σαν έπαιξε ο γέροντας! Και τότε, εκείνος μουρμούρισε ένα τραγούδι.
« Ναι, εκείνη θα μπορούσε να το τραγουδήσει!» είπε, κι έδειξε με το κεφάλι το πορτραίτο, αυτό που είχε αγοράσει απ’ τον έμπορο, και τα μάτια του έλαμψαν!
« Θα πάω στον πόλεμο! Θα πάω στον πόλεμο!» φώναξε ο μολυβένιος στρατιώτης όσο πιο δυνατά μπορούσε, ενώ πετάχτηκε από το συρτάρι κι έπεσε στο πάτωμα. Και πού πήγε; Ο γέροντας άρχισε να ψάχνει, και το μικρό αγόρι επίσης, ο μολυβένιος στρατιώτης όμως είχε κυλήσει μακριά.
« Θα τον βρω!» είπε ο γέρος άνδρας, αλλά ποτέ δεν τον βρήκε. Το πάτωμα είχε τόσα ανοίγματα, κι ο μολυβένιος στρατιώτης έπεσε σε μια χαραμάδα, κι εκεί έμεινε, σα να ‘ταν ξαπλωμένος μέσα σ’ ανοιχτό μνήμα.
Η μέρα αυτή πέρασε, και το μικρό αγόρι γύρισε στο σπίτι του, κι η εβδομάδα πέρασε, και κάμποσες ακόμα. Τα παράθυρα άρχισαν να παγώνουν απ’ το κρύο, και το μικρό αγόρι έπρεπε να καθαρίσει το θαμπωμένο γυαλί με την ανάσα του για να δει το παλιό σπίτι. Το χιόνι είχε στοιβαχτεί πάνω σ’ όλα τα σκαλίσματα και τις επιγραφές, και πάνω στα σκαλοπάτια, σα να μην ήτανε κανείς στο σπίτι –κι ούτε ήταν- ο γέροντας είχε πεθάνει!
 Το απόγευμα, μια νεκροφόρα στάθηκε εμπρός από την πόρτα, και έφεραν τον γέροντα πάνω στο φέρετρό του· θα τον πήγαιναν στην εξοχή για να τον θάψουν. Και ξεκίνησαν να τον πάνε, όμως κανείς δεν ακολουθούσε· όλοι του οι φίλοι είχαν πεθάνει, και το μικρό αγόρι μόνο φίλησε το χέρι του καθώς τον έπαιρναν μακριά.
Μερικές μέρες αργότερα, έγινε μια δημοπρασία στο παλιό σπίτι, και το μικρό αγόρι έβλεπε απ’ το παράθυρό του να κουβαλούν τους ιππότες και τις κυρίες με τα μεταξωτά φορέματα, τις γλάστρες με τα μεγάλα αυτιά, τις πολυθρόνες και τις παλιές ντουλάπες. Άλλα πήγαν εκεί, άλλα αλλού. Το πορτραίτο της γυναίκας, επέστρεψε στον έμπορο, εκεί που το ‘χε βρει ο γέροντας, κι εκεί κρεμάστηκε ξανά, γιατί κανείς δεν την ήξερε πια· ποιος να νοιαστεί για ένα παλιό πορτραίτο;
Την άνοιξη γκρέμισαν το σπίτι γιατί, όπως έλεγαν όλοι, ήταν ερείπιο. Από το δρόμο μπορούσε τώρα κανείς να δει το δωμάτιο με το γουρουνόδερμα φθαρμένο και σχισμένο, και το πράσινο γρασίδι και τα φύλλα στο μπαλκόνι να κρέμονται εδώ κι εκεί πάνω στα γκρεμισμένα δοκάρια. Ύστερα, το ξανάχτισαν.
« Τι ανακούφιση!» είπαν τα γειτονικά σπίτια.
Ένα περίφημο σπίτι χτίστηκε στη θέση του, με λείους άσπρους τοίχους, και μπροστά του, εκεί που άλλοτε έστεκε το παλιό σπίτι, φτιάχτηκε ένας μικρός κήπος μ’ ένα άγριο αμπέλι να σκαρφαλώνει τον τοίχο που γειτόνευε με το διπλανό σπίτι. Μπροστά από τον κήπο, έστεκαν σιδερένια κάγκελα και μια σιδερένια πόρτα, που φαίνονταν θαυμάσια, κι οι περαστικοί σταματούσαν για να κρυφοκοιτάξουν μέσα. Τα σπουργίτια κάθονταν πολλά μαζί πάνω στο αμπέλι, κι έστηναν κουβέντα το ένα με το άλλο, μα δε μιλούσαν για το παλιό σπίτι· πώς θα μπορούσαν να το θυμούνται, τόσα χρόνια είχαν περάσει.
Τόσα, που το μικρό αγόρι μεγάλωσε κι έγινε άντρας, ναι, ένας έξυπνος άντρας, καμάρι των γονιών του. Μόλις είχε παντρευτεί, κι είχε έρθει με τη γυναίκα του να μείνουν στο σπίτι με τον κήπο. Στάθηκε πλάι της καθώς εκείνη φύτευε ένα λουλούδι του αγρού, που πολύ της άρεσε. Το φύτεψε με το μικρό της χέρι, και πίεσε το χώμα γύρω του με τα δάχτυλά της.
«Ω! Τι ήταν αυτό;» κάπου είχε πιαστεί, σε κάτι μυτερό που ξεπρόβαλλε από το μαλακό χώμα.
Ήταν –ναι, μαντέψτε! Ήταν το μολυβένιο στρατιωτάκι, που χάθηκε στο σπίτι του γέροντα, και κατρακύλησε και περιπλανήθηκε ανάμεσα στα ξύλα και τα σκουπίδια, ώσπου βρέθηκε ξαπλωμένο μέσα στο χώμα για πολλά χρόνια.
Η νεαρή σύζυγος σκούπισε το χώμα απ’ τον στρατιώτη, πρώτα μ’ ένα πράσινο φύλλο κι ύστερα με το φίνο μαντηλάκι της –είχε τόσο όμορφη μυρωδιά, που ο μολυβένιος στρατιώτης νόμισε πως ξύπνησε από λήθαργο.
« Άσε να τον δω,» είπε ο νεαρός άντρας. Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. « Μπα, δεν μπορεί να είναι αυτός, όμως μου θύμισε μια ιστορία για έναν μολυβένιο στρατιώτη που είχα όταν ήμουνα μικρός!»
Και τότε είπε στη σύζυγό του για το παλιό σπίτι και τον γέροντα, και για τον μολυβένιο στρατιώτη που του χάρισε, γιατί ήταν πολύ, πολύ μόνος. Και είπε την ιστορία τόσο ζωντανά, όπως ακριβώς έγινε, τόσο που τα μάτια της νεαρής συζύγου γέμισαν δάκρυα, για το παλιό σπίτι και τον γέροντα.
« Μπορεί όμως να είναι αυτός, ο ίδιος ο μολυβένιος ο στρατιώτης!» είπε εκείνη. «Θα τον φροντίσω εγώ και θα θυμάμαι όλα όσα μου είπες. Όμως πρέπει να με πας στον τάφο του γέροντα!»
« Μα δεν ξέρω πού είναι,» είπε εκείνος, «κανείς δεν ξέρει! Όλοι οι φίλοι του είχαν πεθάνει, κανένας δεν τον φρόντισε, κι εγώ ήμουν ακόμα μικρό παιδί τότε!»
« Πόσο πολύ, πολύ μόνος πρέπει να ήταν!» είπε εκείνη.
« Πολύ, πολύ μόνος!» είπε ο μολυβένιος στρατιώτης. «Είναι όμως εξαίσιο να μην σε ξεχνούν!»
« Εξαίσιο!» ακούστηκε από κάπου εκεί κοντά, όμως κανείς, εκτός από τον μολυβένιο στρατιώτη, δεν είδε πως ήταν ένα κομμάτι από το γουρουνόδερμα. Είχε χάσει όλο το επιχρύσωμά του κι έμοιαζε μ’ ένα κομμάτι από πηλό, όμως παρ’ όλα αυτά είχε μια γνώμη να πει:
«Ο χρυσός ξεθυμαίνει

Το γουρουνόδερμα μένει!»

Μετάφραση: Ευαγγελία Καρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δείτε: